- ἐντυχών
- ἐντυγχάνωlight uponaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бесѣдовати — БЕСѢД|ОВАТИ (360), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Беседовать, разговаривать, общаться: Ѥгда съ ст҃ыими бесѣдɤѥши. въпрашѩи ихъ о дɤховьнѣмь. ѥгда ли не съ тацѣми. то ты самъ дховьнѣ бесѣдоуи. (ὅταν... λαλεῖς) Изб 1076, 72; ѥгда же ли пакы кого слышааше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ANTAEUS — I. ANTAEUS Gigas Libycus, Neptuni et Terrae fil. magnô ac procerô corpore; qui, quoties membra labore essent defesla, tactu terrae recreabatur. Hic Neptuno fanum ex craniis humanis exstructurus, obvios quosque occidit, tandem ab Hercule, qui eum… … Hofmann J. Lexicon universale
εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 … Dictionary of Greek
οφθαλμιώ — (Α ὀφθαλμιῶ, άω) [οφθαλμία] πάσχω από οφθαλμία («ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου», Ξεν.) αρχ. 1. βλέπω με φθόνο την ευτυχία τού άλλου 2. αισθάνομαι ζηλοτυπία για κάποιον … Dictionary of Greek
υπεκφέρω — Α 1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω 2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω 4. υπομένω 5. περιορίζω ανεπαίσθητα 6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι… … Dictionary of Greek